ριζοφάγος

ριζοφάγος
ο / ῥιζοφάγος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που τρώει ρίζες
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο ριζοφάγος
ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων που ζουν μέσα σε στοές στον φλοιό τών δέντρων
2. (το ουδ. στον πληθ.) τα ριζοφάγα
ζωολ. τα ζώα που τρέφονται με φυτικές ρίζες
αρχ.
(το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ Ῥιζοφάγοι ονομασία φυλής τής Αιθιοπίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. -φαγ-ον, αόρ. β' τού ἐσθίω «τρώγω»), πρβλ. χορτο-φάγος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ῥιζοφάγος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιζοφάγοις — ῥιζόφαγος eating roots masc/fem/neut dat pl ῥιζοφάγος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιζοφάγον — ῥιζοφάγος masc/fem acc sg ῥιζοφάγος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιζοφάγους — ῥιζόφαγος eating roots masc/fem acc pl ῥιζοφάγος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιζοφάγων — ῥιζόφαγος eating roots masc/fem/neut gen pl ῥιζοφάγος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιζοφάγα — ῥιζοφάγος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιζοφάγοι — ῥιζοφάγος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… …   Dictionary of Greek

  • ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… …   Dictionary of Greek

  • ριζοφαγώ — έω, Α [ῥιζοφάγος] τρώω ρίζες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”